- παλαίστρα
- ηο τόπος όπου γίνεται η πάλη, μτφ. το οποιοδήποτε πεδίο άμιλλας: Θα αγωνιστούν στην παλαίστρα της επιστήμης.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
παλαίστρα — παλαίστρᾱ , παλαίστρα wrestling school fem nom/voc/acc dual παλαίστρᾱ , παλαίστρα wrestling school fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παλαίστρᾳ — παλαίστρᾱͅ , παλαίστρα wrestling school fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παλαίστρα — Χώρος όπου υπήρχαν οι απαραίτητες εγκαταστάσεις για τα αγωνίσματα πάλης. H αρχαία ελληνική π., που συχνά αποτελούσε τμήμα του γυμνασίου (γυμναστηρίου), απαρτιζόταν από ένα περιστύλιο που περιέκλειε έναν τετράγωνο ή ορθογώνιο αμμοστρωμένο χώρο,… … Dictionary of Greek
παλαίστρας — παλαίστρᾱς , παλαίστρα wrestling school fem acc pl παλαίστρᾱς , παλαίστρα wrestling school fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παλαίστραι — παλαίστρᾱͅ , παλαίστρα wrestling school fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παλαίστραν — παλαίστρᾱν , παλαίστρα wrestling school fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Палестра — (Παλαίστρα, palaestra). Палестрами назывались у греков в противоположность общественным учреждениям для гимнастических упражнений, называемым гимназиями, школы для физических упражнений, содержавшиеся частными лицами, где мальчики получали… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
παλαιστρῶν — παλαίστρα wrestling school fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παλαῖστραι — παλαίστρα wrestling school fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παλαίστραις — παλαίστρα wrestling school fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)